Back in 1886, the earth threw up a man, A dwarfish-blond demi-god from the cruel Baltic lands, His forefathers they had achieved some notoriety, By siding then with Satan in crusading repartee, Ungern-Sternberg was his name, frequenter of the b...ar, A vodka-swilling target-practice life-extinguisher, With Semenev he fought the Reds, he loved the art of war, The ghost of mighty Genghis, he knew he'd lived before, Buddhism became his creed and cities he abhorred, He flew across the Mogol steppes and raised an iron sword, He took the Chinese by the throat, as Alioshin tells, The puppet-leaders vanquished and the Jewish traders felled, Now sick of outside influence, the Mongols showed their hand, And crushed right there forever, the invaders of their land, And in their place there grew up schools and libraries by the score, But still the Beast was restless and still he wanted more.
He rides across the icy plains, small-headed death-knell ringer, Narcotics whirling round his brain, the Baron of Urga, His cloak it billows in the wind, White-Russian Mongol-Fuhrer, Consume the flesh of those who sin, the Khan as Avatar.
Within the Eastern territories, inside that bloodied nest, The Baron devised a system, in which the ego was suppressed, A syncretic blend of theocracy, Eurasian to the core, A strong religious framework, for a man who lived for war, Soon there formed a Cabinet, with democratic rule, Key decisions made by rotten corpses one and all, With Sepalev, the Colonel, and the Teapot by his side, He sought a pure Nirvana, to halt the Karmic slide, But the Marxists under Bator, they came spreading through the East, And found the drunken hash-fiends at their nihilistic feast, With the reeling Mongols slaughtered and their bodies void of soul, The Baron he was captured, by the Bolshevik patrol, Naked and defeated, with his charms upon a chain, This one-great noble autocrat was pushed aboard a train, And when they dragged him Westwards, with their Siberian guile, The Baron Ungern-Sterberg there, was forced to go on trial
This is an ode to the sun The sun for war and desire The sun for the fuel of life This is for you this is for me This is an ode to the one, the one who leads of desires The one who will take us to light, this for you, this is for me.
we are the sun ...
this is an ode to the sun, the sun for war and desire the sun for the origins of light this is for you this is for me this is an ode to the one the one who ???. The one who?ll take us to life This if for you, this is for me
we are the sun...
this is an ode to the sun the sun for war and desire the sun for the sun-wheel to rise this is for you, this is for me this is an ode to the one the one who leads our desires the one who will take us to war this is for you
Για τον Έλληνα ελεύθερος δεν ήταν παρά μόνο ο ωραίος και δυνατός άνθρωπος και αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν άλλος από τον εαυτό του. Ό,τι υπήρξε έξω από τον Έλληνα άνθρωπο, έξω από αυτόν τον ιερέα του Απόλλωνος, ήταν γι' αυτόν βάρβαρο και, αν τον υπηρετούσε, υπόδουλο. Δικαίως ο μη Έλληνας εχαρακτηρίζετο στην πραγματικότητα βάρβαρος και σκλάβος. Όμως δεν έπαυε να είναι άνθρωπος και η βαρβαρότης και η σκλαβιά του δεν ήταν η φύση του, αλλά αποτελούσε την μοίρα του και το αμάρτημα της Ιστορίας πάνω στην φύση αυτή. Κατ' αυτόν τον τρόπο εμφανίζεται και σήμερα το αμάρτημα της κοινωνίας και του πολιτισμού, όταν από υγιέστατους λαούς και σε υγιεινότατο κλίμα γεννώνται άθλιοι και σακάτες. Αυτό το ιστορικό αμάρτημα όμως επρόκειτο να εξασκηθεί συντόμως και πάνω στον ίδιο τον ελεύθερο Έλληνα. Εφ' όσον δεν ήταν ζωντανό στους λαούς το συναίσθημα της απόλυτης αγάπης προς τον άνθρωπο, η υποδούλωση του Έλληνα από τους βαρβάρους ήταν αρκετή για να προκαλέσει το τέλος της ελευθερίας, της δυνάμεως, της ομορφιάς του...
Ελεύθερος αισθάνεται σήμερα μόνο αυτός που έχει τόσα χρήματα στην ζωή του, ώστε να μπορεί να τα διαθέτει κατά βούληση σε δραστηριότητες άσχετες προς την εξεύρεση της καθημερινής τροφής. Όπως στον ρωμαϊκό και μεσαιωνικό κόσμο η προσπάθεια απελευθερώσεως από την γενική υποδούλωση εξεδηλούτο με την επιθυμία της απόλυτης κυριαρχίας, έτσι και σήμερα εκδηλώνεται με την βουλιμία του χρήματος. Ας μην νιώθουμε έκπληξη που και η τέχνη κινείται προς το χρήμα, διότι το κάθε τι κινείται προς τον θεό και την ελευθερία του. Και ο θεός μας είναι το χρήμα, θρησκεία μας η απόκτησή του.
Η τέχνη όμως καθ' εαυτή παραμένει πάντα αυτό που ήταν. Πρέπει βεβαίως να πούμε ότι δεν υπάρχει πλέον στην σύγχρονη δημόσια ζωή, εξακολουθεί να ζεί όμως παρά ταύτα, όπως πάντα, στη συνείδηση του ατόμου ως η μοναδική αδιαχώριστη και σύγχρονη τέχνη. Η διαφορά λοιπόν είναι μόνο αυτή: Στους Έλληνες η τέχνη υπήρχε στην δημόσια συνείδηση, ενώ σήμερα υπάρχει μόνο στην συνείδηση του ατόμου και σε αντίθεση προς την δημόσια ασυνειδησία. Γι' αυτό και η τέχνη των Ελλήνων ήταν συντηρητική στην εποχή της ανθήσεως της, αφού στην δημόσια συνείδηση λειτουργούσε ως υπαρκτή και ισχύουσα έκφραση. Η δική μας τέχνη είναι επαναστατική, διότι υπάρχει μόνο σε αντίθεση προς την άποψη της μάζας.
Βλέποντας ότι δεν μπορούσαν να ξεφύγουν από τους διώκτες τους, οι λύκοι θα χώριζαν. Ετσι, ένας τουλάχιστον θα γλίτωνε. Οταν η απόσταση μειώθηκε περίπου στα τριακόσια μέτρα, οι δύο λύκοι που έτρεχαν πλάι στον αρχηγό απομακρύνθηκαν και έτρεξαν προς αντίθετες κατευθύνσεις. Ο Μπάτου πυροβόλησε εκείνον στα δεξιά, μα αστόχησε. Ο Ζανγκ Τζι-γιουάν σκόπευσε κα πυροβόλησε δύο φορές σ' ένα σημείο μπροστά στο λύκο. Η μια βολή χτύπησε το έδαφος και η άλλη ένα βράχο. Πετάχτηκαν σπίθες και θραύσματα πέτρας. Ο λύκος τρόμαξε και σκόνταψε, μα μόλις ξανασηκώθηκε και βάλθηκε να τρέχει, η καραμπίνα του Μπάτου εκπυρσοκρότησε. Το ζώο έπεσε στο έδαφος, χτυπημένο στο δεξί πλευρό. Ο Ζανγκ ξεφώνισε γεμάτος χαρά, μα ο Μπάτου δεν τον συμμερίστηκε. “Δεν έκανα τίποτα”, είπε. “Χάλασα το δέρμα”.
Οι δύο καβαλλάρηδες ακολούθησαν τον αρχηγό. “Ασε την καραμπίνα”, συνέχισε ο Μπάτου στον Ζάνγκ. “Αυτόν θα τον πιάσουμε αλλιώς”. Βλέποντας ότι οι αναβάτες τους είχαν σκοτώσει ένα λύκο, τα άλογα ανέκτησαν δυνάμεις. Ανέβαιναν τον λόφο με εκπληκτική ταχύτητα, εξαντλώντας την αντοχή τους. Επειτα από πενήντα μέτρα άρχισαν να κοντανασαίνουν και να ρουθουνίζουν, ενώ η ταχύτητά τους έπεφτε. Ο λύκος όμως έδειχνε μεγαλύτερη ικανότητα στην ανάβαση: άνοιγε το διασκελισμό και αύξανε την ταχύτητα, έτσι ώστε όχι μόνο μεγάλωνε την απόσταση που τον χώριζε από τους δύο καβαλάρηδες, αλλά πίστευε και ότι μπορούσε να ξεφύγει. Ο Μπάτου και ο Ζανγκ μαστίγωναν τα άλογά τους και τα χτυπούσαν με τα γόνατά τους. Τα άλογα δεν ήταν συνηθισμένα στο καμουτσί και κάλπασαν σαν τον άνεμο, ενώ από το στόμα τους έτρεχαν σάλια. Ο λύκος έτρεχε με μεγαλύτερη άνεση, δίχως να κόβει ταχύτητα. Ο Ζανγκ κοίταξε τα χνάρια του και πρόσεξε ότι ο διασκελισμός του ήταν μεγαλύτερος από των αλόγων. Όταν σήκωσε το κεφάλι, είδε ότι το ζώο κόντευε να φτάσει στην κορυφή του λόφου. Αν την περνούσε, οι δύο κυνηγοί δεν θα τον ξανάβλεπαν.
Ξαφνικά ο Ζανγκ άκουσε τον Μπάτου να φωνάζει: “Κατέβα από το άλογό σου!” Τον είδε να τραβά τα χαλινάρια του δικού του, μια μανούβρα που τα εξημερωμένα άλογα καταφέρνουν καλύτερα από κάθε άλλο ζώο. Τα εκπαιδεύουν έτσι για να μπορούν να πιάνουν άγρια άλογα και αυτή η ικανότητά εξυπηρετούσε ιδιαίτερα τους καβαλάρηδες τέτοιες στιγμές. Και τα δύο άλογα σταμάτησαν τόσο απότομα, ώστε οι καβαλάρηδες έφυγαν από τη σέλα και πέταξαν πάνω από τα κεφάλια των ζώων. Ο Μπάτου έκανε μια τέλεια τούμπα και προσγειώθηκε στο έδαφος. Κράτησε την ανάσα του και σημάδεψε με προσοχή ένα σημείο στην κορυφή του λόφου. Ο Ζανγκ έπεσε πλάι του με την καραμπίνα έτοιμη.
Άξαφνα, ο λύκος έπαψε ν' ακούει το ποδοβολητό των αλόγων και κοντοστάθηκε αλαφιασμένος. Οι γκρίζοι λύκοι έχουν τόσο κοντό λαιμό, ώστε για να κοιτάξουν πίσω, πρέπει να γυρίσουν ολάκεροι και να δουν που ακριβώς βρίσκονται οι διώκτες τους και προς τα που κατευθύνονται. Όταν ο λύκος στράφηκε, η σιλουέτα του διαγράφηκε στον ορίζοντα στην κορυφή του λόφου. Το ζώο έμοιαζε με στόχο σκοποβολής, τρεις φορές μεγαλύτερος απ' ό,τι όταν έτρεχε. Μολονότι έτσι ο σκοπευτής έχει καθαρό πεδίο για να πυροβολήσει, συνήθως ο λύκος καταφέρνει να ξεφύγει. Μα σταματώντας το άλογό του τόσο ξαφνικά, ο Μπάτου έκανε το λύκο να υποπτευθεί κάτι και τον ανάγκασε να γυρίσει και να κοιτάξει τι σκάρωνε ο κυνηγός.
Ο λύκος είχε εξαπατηθεί και ο Μπάτου τον πυροβόλησε. Το ζώο έπεσε εμπρός και εξαφανίστηκε από την κορυφή του λόφου. “Ηταν πολύ μακριά”, εξήγησε ο Μπάτου. “Δεν τον χτύπησα σε ζωτικό σημείο. Αλλά τώρα δεν μας ξεφεύγει. Πάμε!” Σπιρούνισαν τα άλογά τους για να ανεβούν ως την κορυφή του λόφου, όπου είδαν μια λιμνούλα αίματος στο χορτάρι και στα βράχια. Μα ο λύκος ήταν άφαντος. Δεν τον εντόπισαν ούτε χτενίζοντας την περιοχή με το καννοκιάλι. Άρα, έπρεπε να ακολουθήσουν τα ματωμένα χνάρια.
“Κρίμα που δε φέραμε σκυλιά μαζί μας”, παρατήρησε αναστενάζοντας ο Ζανγκ.
Προχώρησαν λίγο ακόμα σιωπηλοί, ώσπου ο Μπάτου είπε: “Η σφαίρα πρέπει να τον χτύπησε στο πόδι. Βλέπεις; Οι πατημασιές είναι μόνο τρεις”.
“Θαρρώ πως δεν θα μας ξεφύγει”, απάντησε ο Ζανγκ. “Ενας λύκος με τρία πόδια δεν μπορεί να τρέξει γρηγορότερα από το άλογο”.
Ο Μπάτου κοίταξε το ρολόι του. “Μην είσαι τόσο σίγουρος”, αντιγύρισε. “Αυτός είναι αρχηγός αγέλης, μπορεί να βρήκε κάποια βαθιά φωλιά. Αν έχω δίκιο, δε θα τον βρούμε ποτέ. Πάμε”.
Ακολούθησαν τα ματωμένα ίχνη, ώσπου έφτασαν σ' έναν καταπράσινο λοφίσκο. Έμειναν έκπληκτοι απ' ό,τι αντίκρυσαν: στο έδαφος υπήρχε το πόδι του λύκου, με σημάδια από δόντια στο τρίχωμα, στους τένοντες και στο κόκαλο. “Βλέπεις, ο λύκος κατάλαβε ότι το τραυματισμένο του πόδι τον καθυστερούσε και αποφάσισε να το κόψει”.
Το στομάχι του Ζανγκ ανακατώθηκε. “Εχω ακούσει ιστορίες για πολεμιστές που κόβουν το χέρι τους αν χτυπηθούν από δηλητηριασμένο βέλος, μα δε θα το πιστέψω αν δεν το δω. Ετούτη είναι η τρίτη φορά που βλέπω λύκο να κόβει το πόδι του μόνος του”.
“Οι άνθρωποι είναι διαφορετικοί”, αποκρίθηκε ο Μπάτου. “Μα οι λύκοι είναι όλοι ίδιοι”.
Συνέχισαν τον δρόμο τους παρατηρώντας ότι το αίμα στα χνάρια λιγόστευε, ενώ ο διασκελισμός γινόταν μεγαλύτερος. Εκείνο που τους ανησυχούσε περισσότερο ήταν ότι ο λύκος έδειχνε να ψάχνει τρόπο να κόψει δρόμο και να φτάσει στα σύνορα, στα βόρεια μιας στρατιωτικής περιοχής εκτός ορίων. “Αυτός ο αρχηγός είναι εξαιρετικός”, σχολίασε ο Μπάτου. “Μα δεν θα τον αφήσουμε να μας οδηγήσει όπου θέλει”. Επιτάχυναν κι έκοψαν δρόμο για να φτάσουν στα σύνορα.
Όσο πιο βόρεια ταξίδευαν τόσο περισσότερο ψήλωνε το χορτάρι. Έμοιαζε με γκρίζα απεραντοσύνη, με τη γούνα ενός πελώριου λύκου. Πιο εύκολα θα ξετρύπωναν κάποιο αρνί από ένα σωρό φρεσκοκουρεμένου μαλλιού παρά τον λύκο σ' αυτή την περιοχή. Ο ουρανός και ο άνθρωπος δε σμίγουν εύκολα, μα ο βοσκότοπος και ο λύκος ανακατεύονται σαν το γάλα με το νερό. Το σακατεμένο ζώο μπορεί να βρισκόταν ακριβώς κάτω από τη μύτη τους. Για άλλη μια φορά, ο Ζανγκ συνειδητοποίησε πόσο στενός ήταν ο δεσμός ανάμεσα στο λύκο και στο βοσκότοπο, αλλά και ανάμεσα στο λύκο και στον (θεό) Τένγκερ. Όταν πρόκειται για ζήτημα ζωής και θανάτου, το λιβάδι γίνεται οδός διαφυγής. Όταν ο λύκος κινδυνεύει, ο βοσκότοπος του δίνει φτερά για να πετάξει σαν πουλί, τον αγκαλιάζει και τον σώζει. Οι απέραντες εκτάσεις της Μογγολίας ευνοούν και προστάτεύουν τους λύκους. Μοιάζουν με γέρικο ζευγάρι: ο ένας είναι αφιερωμένος στον άλλο εφ' όρου ζωής. Ακόμα και οι Μογγόλοι, που είναι ιδιαίτερα πιστοί και αφοσιωμένοι στο βοσκότοπο, ποτέ δε θα φτάσουν στην ανώτερη θέση που κατέχουν οι λύκοι.
Σταματώντας κάπου κάπου, τα άλογα ανέκτησαν τις δυνάμεις τους και αύξησαν ταχύτητα. Πλησίαζαν στην οροσειρά στο βορρά, εκεί όπου τέλειωνε ο βοσκότοπος. Σύμφωνα με τους βοσκούς, τα βουνά με τις βαθιές κοιλάδες, άγονα και παγωμένα, είναι το τελευταίο καταφύγιο των λύκων στο Ολόν Μπουλάνγκ, ένας τόπος όπου δεν έχουν εχθρούς. Μα ακόμα κι αν ο σακάτης λύκος έβρισκε τρόπο να φτάσει ως εκεί, πως θα ζούσε; Κάνοντας αυτή τη σκέψη, ο Ζανγκ συνειδητοποίησε αμέσως ότι μετρούσε το λύκο με τα δικά του δεδομένα. Κατέληξε ότι ο άνθρωπος μπορεί να σκοτώσει ένα λύκο, όχι όμως και το πνεύμα του.
Τελικά, τα άλογα έφτασαν στη δημοσιά, που δεν ήταν παρά ένας χωματόδρομος ή, στην καλύτερη περίπτωση, ένας χαλικόστρωτος δρόμος που χρησιμοποιούνταν για στρατιωτικές περιπολίες. Οι ρόδες από τα τζιπ και τα φορτηγά είχαν σκάψει ένα χαντάκι με βάθος σχεδόν ένα μέτρο, κι έτσι ο δρόμος από τη μια άκρη ως την άλλη έμοιαζε με αυλάκι που φιδογύριζε ανεβοκατεβαίνοντας, σαν δράκος από άμμο. Η εύθραυστη φύση του μογγολικού βοσκότοπου, η τρομακτική πραγματικότητα του εδάφους κάτω από την επιφάνεια του χορταριού ήταν ολοφάνερη εδώ. Το πάνω μέρος του χορταριού ήταν υγρό, μα ο αμμώδης δρόμος, κατάξερος από τους ανατολικούς ανέμους που φυσούσαν στην περιοχή, συστρεφόταν σαν δράκος για εκατοντάδες χιλιόμετρα. Οι οπλές των αλόγων σήκωναν ένα σύννεφο άμμου που χτυπούσε τους αναβάτες και τα άλογά τους στο πρόσωπο, τους έπνιγε κι έκανε τα μάτια τους να τσούζουν.
Οι δύο κυνηγοί κατευθύνθηκαν δυτικά. Δεν έβλεπαν άλλα ίχνη του λύκου. Μα σαν πέρασαν ένα ελαφρύ ύψωμα, ο λύκος εμφανίστηκε από το πουθενά γύρω στα είκοσι πέντε μέτρα μακριά. Πάσχιζε να βγεί από το χαντάκι στη μέση του δρόμου, κάτι που ένα υγιές ζώο θα κατάφερνε δίχως δυσκολία. Αυτό όμως ήταν το τελευταίο εμπόδιο για τον λύκο.
“Κατέβα”, είπε ο Μπάτου και ξεπέζεψε. Ο Ζανγκ υπάκουσε, παρακολουθώντας νευρικά τις κινήσεις του συντρόφου του, και άπλωσε το χέρι του να πιάσει το μπαστούνι που κρεμόταν από τη σέλα του. Μα αντί να κάνει το ίδιο ή να πλησιάσει το λύκο, ο Μπάτου άφησε το άλογό του να βοσκήσει σ' ένα σημείο γεμάτο χορτάρι. Έπειτα κάθισε στην άκρη του δρόμου, έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα, άναψε ένα και το κάπνισε αμίλητος. Μέσα από την θολούρα του καπνού, ο Ζανγκ είδε τα ανάμεικτα συναισθήματά του. Άφησε το άλογό του να βοσκήσει, κάθισε δίπλα στον Μπάτου και του πήρε ένα τσιγάρο.
Ο λύκος κατάφερε να σταθεί στα πόδια του και κάθισε, γέρνοντας από τη μια πλευρά. Κίτρινη άμμος είχε κολλήσει στο ματωμένο στέρνο του. Κοίταξε τους εχθρούς του κατάματα, προκλητικά, δίχως να ξεχνά ούτε στιγμή την περηφάνια του. Άρχισε να τινάζει την άμμο και το χορτάρι από το κορμί του, σαν να καθάριζε την πολεμική του στολή. Μα το τρέμουλο στο σακατεμένο του πόδι δεν έλεγε να σταματήσει. Στα μάτια του έλαμψε ένα βλέμμα άγριας δικαιοσύνης. Πήρε μια βαθιά ανάσα και μάζεψε όση δύναμη είχε απομείνει στο κορμί του. Ο Ζανγκ δεν είχε το κουράγιο να κοιτάξει το λύκο στα μάτια. Στον πανάρχαιο εκείνο τόπο, ο λύκος απαιτούσε δικαιοσύνη και τιμιότητα από τους ανθρώπους.
Ο Μπατου κρατούσε το τσιγάρο και κοίταζε το λύκο που πάλευε. Το βλέμμα του έμοιαζε μ' εκείνο του μαθητή που μόλις έχει δείρει το δάσκαλό του, το έχει μετανιώσει και νιώθει αμηχανία. Βλέποντας ότι ο εχθρός δεν έκανε κάποια κίνηση, ο λύκος βάλθηκε να σκάβει το έδαφος με το μπροστινό του πόδι που του είχε απομείνει. Το μαύρο χώμα που ξεσκέπαζε στην άκρη του δρόμου δεν ξεπερνούσε τα πέντε εκατοστά. Από κάτω ήταν άμμος και μικροσκοπικά χαλίκια. Ο λύκος άνοιξε τελικά μια τρύπα και η άμμος που έπεσε επέτρεψε στο σακατεμένο ζώο να πηδήξει και να φτάσει στο χορτάρι. Έπειτα προχώρισε κουτσαίνοντας προς τη μακρινή ζώνη πυροπροστασίας και τα σύνορα.
Η ζώνη πυροπροστασίας ήταν μια φαρδιά γραμμή, ανοιγμένη με τρακτέρ, παράλληλη με τα σύνορα και με πλάτος γύρω στα εκατό μέτρα. Την όργωναν μια φορά το χρόνο και δεν υπήρχε ούτε ένα φυλλαράκι χορτάρι. Χρησίμευε ώστε να μην εξαπλώνονται στην άλλη πλευρά των συνόρων οι ανεξέλεγκτες πυρκαγιές, αλλά και οι μικρές φωτιές από το βοσκότοπο. Ηταν το μόνο κομμάτι γης το Ολόν Μπουλάνγκ που οι βοσκοί επέτρεπαν να οργωθεί. Οι παλιοί έλεγαν ότι απότελούσε το μόνο πλεονέκτημα που είχε φέρει στον τόπο η γεωργία.
Ο λύκος συνέχισε να τρέχει, ώσπου αναγκάστηκε να σταματήσει για να ξεκουραστεί. Ύστερα ξανάρχισε το τρέξιμο και τελικά εξαφανίστηκε στο ψηλό χορτάρι. Από κει και πέρα δε θα έβρισκε άλλα εμπόδια.
Ο Μπάτου σηκώθηκε να κοιτάξει, μα δεν είπε τίποτα. Έπειτα έσκυψε και πήρε από το έδαφος τη γόπα του Ζανγκ. Άνοιξε μια μικρή τυπα με τα δάχτυλά του και έθαψε τις δύο γόπες. “Μην το ξεχνάς αυτό”, είπε. “Ο βοσκότοπος δεν ανέχεται απροσεξίες”. Σηκώθηκε και πρόσθεσε: “Πάμε. Θα γυρίσουμε να πάρουμε το λύκο που σκοτώσαμε”.
Ανέβηκαν στα άλογά τους και κατευθύνθηκαν προς την πλαγιά με το κυκλικό χορτάρι. Το χιόνι ήταν καθαρό και οι οπλές των αλόγων ελαφριές. Δεν μίλησαν άλλο.