23/4/13

ΙΠΠΟΣΥΝΗ

 

 

ΟΥΡΑΝΙΑ ΙΠΠΟΣΥΝΗ

Η ιπποσύνη κατέχει κυρίαρχη θέση στον Μεσαίωνα. Οι απαρχές της ανιχνεύονται στην σύγκλιση μεταξύ του Χριστιανισμού, του πρότερου παγανιστικού πολιτισμού της Δύσης και των στρατιωτικών ιδεωδών. Στα όρια του μύθου και της πραγματικότητας, τα πρότυπα του ιπποτισμού σφυρηλατούνται ακριβώς μέσα σε αυτήν την επίπονη προσπάθεια ενσωμάτωσης του αρχικού Χριστιανισμού στον δικό μας κόσμο.
Το Άγιο Δισκοπότηρο της νέας θρησκείας καθορίζει την ανώτερη διάσταση των χριστιανών πιά milites.
Σε κάθε περίπτωση, γιά εμάς που δίνουμε προτεραιότητα στην Αισθητική, ο τρόπος με τον οποίο εκφράζονται οι ιδέες έχει μεγαλύτερη σημασία από τις ίδιες τις ιδέες.
Το ύφος και η εικόνα της θρησκείας, η μεγαλοπρέπεια και τα σύμβολα του θαυμαστού, βαραίνουν περισσότερο από την εσωτερική τους ποιότητα.

Με τη γνώση αυτή κατά νού ...

Δώδεκα είναι οι ιππότες της Λειτουργίας του Αγίου Δισκοπότηρου.
Τρείς από τους δώδεκα είναι οι εκλεκτοί.
Ένας από τους τρείς είναι ο πιό άξιος ιππότης του κόσμου.


Στο μυστικό κάστρο Κάρμπονεκ φτάνουν ο Γκάλαχαντ, ο Πέρσιβαλ κι ο Μπόρς.
Και οι τρείς τους είναι ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης, που πριν από καιρό σε μιά σημαδιακή γιορτή της Πεντηκοστής, ξεκίνησαν να αναζητήσουν το άγιο Γκράαλ.
Οι δύο πρώτοι είναι παρθένοι και άσπιλοι. Ο τρίτος μιά φορά μόνον πλάγιασε με γυναίκα κι έπειτα κατάλαβε το λάθος του και κρατήθηκε αμόλυντος. Ταπεινοφροσύνη και εγκαρτέρηση είναι οι κύριες αρετές που τους διακρίνουν. Ο Γκάλαχαντ της επικίνδυνης θέσης, ο γιός του Λάνσελοτ είναι ο τέλειος ιππότης και αποκαλείται δεύτερος Χριστός.
Στην αίθουσα του Μυστικού Δείπνου, τους συναντούν εννιά ακόμη ιππότες. Τρείς έρχονται από την Ιρλανδία, τρείς από τη Γαλατία, τρείς από τη Δανία. Και οι δώδεκα βγάζουν τα κράνη τους και περιμένουν με σεβασμό γύρω από την ιερή τράπεζα του Γκράαλ.
Οκτώ άγγελοι μπαίνουν στην αίθουσα. Τέσσερις μεταφέρουν σε θρόνο τον Ιωσήφ της Αριμαθαίας, τον πρώτο επίσκοπο της Χριστιανοσύνης. Άλλοι τέσσερις ακολουθούν. Δύο κρατούν λαμπάδες, ο τρίτος πορφυρό βελούδο, ο τέταρτος τη ματωμένη λόγχη. Αποθέτουν τις λαμπάδες και την λόγχη πάνω στην τράπεζα και καλύπτουν το Γκράαλ με το πορφυρό βελούδο.

Ο επίσκοπος σηκώνει ψηλά το σιταρένιο πρόσφορο. Ξαφνικά, το θεϊκό βρέφος εμφανίζεται λάμποντας και γίνεται ένα με το πρόσφορο. Ο επίσκοπος τεμαχίζει τον μετουσιωμένο άρτο, τοποθετεί τα κομμάτια μέσα στο Δισκοπότηρο, ασπάζεται τον Γκάλαχαντ και αποχωρεί. Ο Γκάλαχαντ ασπάζεται με τη σειρά του τους συντρόφους του και όλοι τους προσεύχονται και αναμένουν.
Τότε, μέσα από το Γκράαλ εμφανίζεται ο Ιησούς Χριστός και καλεί τους ιππότες να λάβουν και να φάγουν τη σάρκα και το αίμα του: « Ιππότες και υπηρέτες μου και αληθινά μου παιδιά, που αφήσατε την επίγεια ζωή όπου βασιλεύει ο θάνατος και ήρθατε στην πνευματική ζωή, δε θα κρυφτώ πιά άλλο από σας. Ήρθε ο καιρός να δείτε κάποια από τα μυστικά και τα απόκρυφά μου μυστήρια ».
Πρώτος ο Γκάλαχαντ μεταλαμβάνει των Αχράντων Μυστηρίων από το Δισκοπότηρο, που κρατά ο ίδιος ο Χριστός και μετά ακολουθούν οι υπόλοιποι.
Ο Χριστός τους ευλογεί και σαν νέους αποστόλους τους στέλνει ξανά στον κόσμο.


Με αυτό τον τρόπο, σε αυτήν την Θεία Λειτουργία, γεννήθηκε επί γης η Ουράνια Ιπποσύνη των δώδεκα ιπποτών της θρησκευτικής φύσης του πνεύματος.
Σύμβολό τους έχουν την κάτασπρη σαν το χιόνι, ασπίδα του Γκάλαχαντ, που την χαράζει στη μέση από τη μιά ως την άλλη άκρη, ένας κόκκινος σταυρός. Στον ουρανό, μάχονται πάντα δίπλα στα αγγελικά τάγματα του Μιχαήλ και επιβλέπουν την τήρηση της τάξης. Προστατεύουν και προσέχουν κι εμάς τους αμαρτωλούς αδερφούς τους καθώς καλπάζουμε κάτω από τον Ήλιο...τον κοινό μας Θεό που με άλλο όνομα δοξάζουμε.

Ο Γκάλαχαντ γιάτρεψε με το αίμα της λόγχης τον Ανάπηρο Βασιλιά. Επειτα αυτός, ο Πέρσιβαλ κι ο Μπόρς συνέχισαν την πορεία τους μέχρι την πόλη Σάρας, όπου ο Γκάλαχαντ έγινε βασιλιάς και γνώρισε ολοκληρωτικά - μόνον αυτός - τα πνευματικά μυστήρια στην τελευταία λειτουργία του Γκράαλ. Μετά τη γνώση των μυστηρίων, μη θέλοντας να παραμείνει στον ατελή αυτό κόσμο, αποχαιρέτησε τους δύο συντρόφους του και παρέδωσε την ιερή ψυχή του στο Χριστό.
Ο Πέρσιβαλ κατέφυγε σε κάποιο ερημητήριο, όπου έβγαλε την πανοπλία του και φόρεσε καλογερικό μανδύα. Ένα χρόνο και δύο μήνες αργότερα ακολούθησε τον Γκάλαχαντ στον Ουρανό.
Ο Μπόρς γύρισε μόνος του στο Κάμελοτ και διηγήθηκε τις περιπέτειες της ιερής αναζήτησης. Έφυγε με τον Λάνσελοτ όταν αυτός επέστρεψε στη χώρα τους και τελικά ταξίδεψε στους Αγίους Τόπους. Εκεί πολέμησε τους απίστους και πέθανε κάποια Μεγάλη Παρασκευή.

Όσο γιά το τι απέγινε το Δισκοπότηρο. . .
Μετά την λειτουργία στην πόλη Σάρας και τον θάνατο του Γκάλαχαντ, ένα χέρι κατέβηκε από τον ουρανό και το παρέλαβε μαζί με την λόγχη. Κι από τότε κανείς θνητός, ποτέ δεν το ξανάδε.
Στην χειρότερη των περιπτώσεων, έχει αποσυρθεί σε κάποια από τις έξι άλλες, έντονα καμπυλωμένες διαστάσεις του χωροχρόνου, όπως αυτές ορίζονται από την σύγχρονη θεωρία των Χορδών.
Στην καλύτερη, στο αιθερικό κάστρο της φωτεινής σφαίρας, το φρουρούν οι δώδεκα σύντροφοι της Ουράνιας Ιπποσύνης.


ΕΓΚΟΣΜΙΑ ΙΠΠΟΣΥΝΗ

Η ικανότητα στα όπλα και το σαρκικό πάθος ορίζουν το πλαίσιο της Εγκόσμιας Ιπποσύνης. Τα πολεμικά παιχνίδια και το κυνήγι της ηδονής στη γη συμπληρώνουν την αναζήτηση της γνώσης και την επιδίωξη της αρετής στον ουρανό.

Αν η Ουράνια Ιπποσύνη προστατεύει τα υψηλά ιδανικά και το Φως του Απόλλωνα, η Επίγεια Ιπποσύνη καλλιεργεί την πολεμική αρετή και το Διονυσιακό Πάθος. Αν το Άγιο Δισκοπότηρο οριοθετεί την ανώτερη διάσταση των χριστιανών milites, το γυναικείο αιδοίο καθορίζει την πίστη των ερωτευμένων ιπποτών. Κι αν ο Γκάλαχαντ, ο Πέρσιβαλ κι ο Μπορς εκπροσωπούν την ιερή φρουρά, οι αντίστοιχοι ανίκητοι ιππότες επί γης είναι ο Λάνσελοτ, ο Τριστάνος και ο Λάμορακ.

Ο Λάνσελοτ, ο Τριστάνος και ο Λάμορακ ήταν οι ικανότεροι μαχητές και οι διασημότεροι παράνομοι εραστές. Ήδη στην αρχή των θρύλων, ο ίδιος ο Αρθούρος ήταν καρπός ενός παρόμοιου έρωτα ... του τυφλού πάθους του Ούθερ Πεντράγκον γιά την Ιγκρέιν, γυναίκα του Δούκα του Τίντατζελ.
Ο Λάνσελοτ ντι-Λέικ, ο λευκός ιππότης, γιός του βασιλιά Μπαν του Μπένγουικ και πατέρας του Γκάλαχαντ, υπήρξε εραστής της βασίλισσας Γκουίνεβιαρ, γυναίκας του καλύτερου φίλου του και ανώτατου βασιλιά.
Ο Τριστάνος ντε-Λιονές δοκίμασε το μαγικό φίλτρο της αγάπης και ερωτεύθηκε την Ιζόλδη, γυναίκα του θείου του βασιλιά Μαρκ της Κορνουάλης, ενώ και παλαιότερα λένε πως ήταν ερωτευμένος με τη σύζυγο του ιππότη Σεγκβάριντες.
Ο Λάμορακ ντε-Γκέιλζ, γιός του βασιλιά Πέλινορ και αδερφός του Πέρσιβαλ, αποκαλούμενος και ιππότης με την κόκκινη ασπίδα, ήταν εραστής της βασίλισσας Μαργκόζ, γυναίκας του βασιλιά Λοτ του Όρκνι.

«Πώς είναι δυνατόν να είσαι άξιος ιππότης και να μην είσαι ερωτευμένος;» αναρωτιόταν ο Τριστάνος συνομιλώντας με τον ιππότη Ντίνανταν. Η ωραία Ιζόλδη συνεχίζοντας την ίδια συζήτηση απορούσε και τον ξαναρωτούσε: «Πώς μπορείς να είσαι ιππότης και να μην είσαι εραστής ; Δεν είναι ντροπή;»
Αυτό ήταν το το μυστικό της ανώτερης δύναμης των αμαρτωλών. Νικούσαν γιά να διατηρούν το θαυμασμό των αγαπημένων κυριών τους και τα κατορθώματά τους ήταν μεγάλα.

Ο Λάνσελοτ ντι-Λέικ ήταν ο απόλυτος ιππότης. Έλαβε μέρος σε αμέτρητες μάχες, σκότωσε γίγαντες και εξόντωσε τον δράκοντα που ξερνούσε φωτιά και κατοικούσε στον βρωμερό τάφο. Στο Νησί της Χαράς νίκησε σε κονταρομαχία πεντακόσιους ιππότες μέσα σε τρείς ημέρες. Οι ιστορίες του δεν έχουν τέλος.
Ο Λάμορακ ντε-Γκέιλζ ήταν ο καλύτερος κονταρομάχος, ανίκητος σχεδόν σε όλους τους αγώνες. Στο Κάμελοτ νίκησε τον Γκάουεϊν και τους αδερφούς του κι άλλους δώδεκα ιππότες της Στρογγυλής Τραπέζης. Στο κάστρο της Μόργκαν λε-Φε νίκησε δώδεκα ιππότες αλλά και τον ιππότη Ντίνανταν και τον σαρακηνό ιππότη Παλόμιντες όταν νόμισε πως τον υποτίμησαν. Στους οκταήμερους αγώνες της χώρας Σούρλουζ, κέρδισε το δεύτερο βραβείο της γιόστρας ενώ καλύτερός του αναδείχτηκε μόνον ο Λάνσελοτ. Κάποτε νίκησε τριάντα ιππότες του βασιλιά Μαρκ κι έπεσε στο τέλος μόνον από τον Τριστάνο. Στο δάσος του κάστρου Πέριλους όμως νίκησε σε κονταρομαχία και τον Τριστάνο κι έπειτα σε ισόπαλη μονομαχία με σπαθιά ορκίστηκαν από αλληλοσεβασμό να μην αναμετρηθούν ποτέ ξανά μεταξύ τους.
Ο Τριστάνος ντε-Λιονές ήταν επίσης απαράμιλλος πολεμιστής, ισάξιος των άλλων δύο στις γιόστρες. Κάποτε, τέσσερις ώρες μονομαχούσαν με τον Λάνσελοτ, αμίλητοι χωρίς κανείς να νικάει και στο τέλος ισόπαλοι, γονατιστοί και ματωμένοι πρόσφεραν ο ένας στον άλλον τα σπαθιά τους. Ο Τριστάνος όμως ήταν και σπουδαίος αρπιστής και πρότυπο των κυνηγών. Διάσημος γιά την ικανότητά του να φυσάει το κυνηγετικό κέρας σε κάθε δυνατό τόνο και ένταση, αυτός πρώτος καθιέρωσε το κυνήγι με γεράκι και αντιστοίχισε τα φυσήματα του βούκινου με τα διαφορετικά κυνηγετικά παραγγέλματα.
Και οι τρείς τους έμειναν αξέχαστοι όχι μόνον γιά τα ανδραγαθήματα αλλά επίσης γιά τα παθήματα του έρωτα.
Ο Λάνσελοτ ξεγελάστηκε με μάγια και απάτη και πλάγιασε με την Ιλέιν, την κόρη του βασιλιά Πέλες του Παράξενου Πύργου, νομίζοντας πως ήταν η Γκουίνεβιαρ. Κι όταν και δεύτερη φορά τον ξεγέλασαν γιά να πλαγιάσει μαζί της και το ανακάλυψε η Γκουίνεβιαρ, η τρέλα που τον κατέλαβε κράτησε δύο χρόνια. Γυρνούσε από τόπο σε τόπο, άοπλος με σαλεμένο μυαλό και χρειάστηκε η παρέμβαση του Γκράαλ γιά να γιατρευτεί.
Παρομοίως, όταν ο Τριστάνος παρεξήγησε την Ιζόλδη γιά απιστία με τον ιππότη Κεχίντιους, έβγαλε την πανοπλία του και τριγυρνούσε μέσα στο δάσος μισόγυμνος, κλαίγοντας και παίζοντας άρπα σαν κυνηγημένος τρελός.
Κι o Λάμορακ είδε την αγαπημένη του να σφάζεται από τον ίδιο της τον γιό και λούστηκε στο αίμα της όταν ο Γκάχερις τους έπιασε γυμνούς, μαζί στο κρεβάτι. Κι από τότε τριγυρνούσε ντροπιασμένος και με τσακισμένη καρδιά.

Τραγικό ήταν και το τέλος τους.
Ο Τριστάνος δολοφονήθηκε από τον βασιλιά Μάρκ καθώς έπαιζε αμέριμνος την άρπα του.
Τον Λάμορακ τον σκότωσαν σε ενέδρα ο Γκάουεϊν, ο Γκάχερις, ο Μόρντρεντ και ο Άγκραβεϊν.
Όσο γιά τον Λάνσελοτ .... είναι γνωστό πως δεν αξιώθηκε τη λύτρωση του Δισκοπότηρου κι όταν τέλειωσε η αναζήτηση, λησμόνησε τις υποσχέσεις του γιά κάθαρση κι ενέδωσε ξανά στον μεγάλο του έρωτα.
Μετά τον θάνατο του Αρθούρου, πήγε και βρήκε την Γκουίνεβιαρ, καλόγρια στο μοναστήρι του Άλμεσμπερι κι ακόμη και τότε της ζήτησε να τον φιλήσει γιά τελευταία φορά. Έπειτα φόρεσε το ράσο στο ξωκλήσι κοντά στο Γκλάστονμπερι κι έμεινε εκεί σαν ασκητής ενώ αργότερα χειροτονήθηκε και πέθανε ιερέας κι όχι πολεμιστής.

Αυτός ήταν ο κόσμος των ονείρων της επίγειας ιπποσύνης, γεμάτος μεγάλα κατορθώματα και πικρή αγάπη.
Αληθινά ήταν τα λόγια του Παλόμιντες προς τον Τριστάνο....πως η αγάπη είναι ελεύθερη γιά όλους τους ανθρώπους και πως ακόμη κι αν η Ιζόλδη δεν τον θέλει αυτός θα την αγαπά ως την τελευταία του πνοή ...
Αληθινό ήταν και το μαγικό κύπελλο της Μόργκαν λε-Φε, που αποκάλυπτε τις άπιστες κυρίες στους άνδρες τους, αυτό που το δοκίμασαν εκατό στην αυλή του βασιλιά Μαρκ και μόνον τέσσερις βρέθηκαν πιστές ...

Τι κι αν οι ιππότες ορκίζονταν στο σταυρό του ξίφους τους. Όταν ξύπναγε μέσα τους αβάσταχτος ο έρωτας έχαναν την επαφή τους με τον κόσμο. Ερωτομαγεμένοι ξεπέζευαν, ξαρματώνονταν και τριγυρνούσαν στα αδιαπέραστα δάση με σαλεμένα τα λογικά ... Η αγνότητα παρέμενε άπιαστο προνόμιο της ουράνιας ιπποσύνης.
Ο αγαθός Πέρσιβαλ μπορεί να ελευθέρωσε τον Τριστάνο από το κάστρο που τον είχε φυλακίσει ο Μάρκ, αλλά ήταν πολύ τίμιος γιά να πιστέψει πως ο φίλος του είχε ερωμένη τη γυναίκα του θείου του.
Ο Λάνσελοτ μόνον είχε επίγνωση της αμαρτίας κι ας μην μπορούσε να της αντισταθεί. Όταν ζούσε στο Νησί της Χαράς αποκαλούσε τον εαυτό του «ιππότη που αμάρτησε». Μπορεί να μετανόησε τελικά και να πέθανε ιερωμένος και άγγελοι να τον συνόδευαν όταν περνούσε τις πύλες του ουρανού, όμως άφησε πίσω του κληρονομιά το πιό διάσημο από τα όπλα του.

Γιατί η μαύρη ασπίδα του με την ασημένια εστεμμένη βασίλισσα και τον ιππότη που γονατίζει στα πόδια της είναι το σύμβολο της εγκόσμιας ιπποσύνης.

Ουράνια και επίγεια ιπποσύνη θα ξανασυναντηθούν στο Βασίλειο του Καλοκαιριού.
Βαθιά μέσα στο φοβερό βουνό, στον άξονα του κόσμου, κοιμάται ο Βασιλιάς του Καλοκαιριού και περιμένει να σημάνει η ώρα της μεγάλης μάχης. Τότε, στην ώρα της ανάγκης θα καλέσει στα όπλα την παλαιά φρουρά.
Και στην τελευταία μάχη η Ιπποσύνη θα ξαναγίνει μία και η μαύρη ασπίδα του Λάνσελοτ θα πάρει τη θέση της δίπλα στην λευκή ασπίδα του Γκάλαχαντ με τον κόκκινο σταυρό. Και πατέρας και γιός θα καλπάζουν δεξιά και αριστερά του Αρθούρου κάτω από την ιερή, πολεμική μας σημαία.

Και στη σημαία, ο Ανίκητος Ήλιος θα δοξάζει το κάλλος του Αισθητού Κόσμου και θα ενώνει την αμαρτωλή Γη με τον άσπιλο Ουρανό. 


sunwarflag.blogspot.gr



22/4/13

Ο Ελληνικός Κοινοτισμός




«Ο Κοινοβουλευτισμός, δυτικό κατασκεύασμα, αποδείχτηκε πολιτειακό σύστημα ανίκανο, γιατί είναι απροσάρμοστο στην ελληνική γη και τους κατοίκους της, να κυβερνήσει τη χώρα. Μια ομάδα τότε, θρεμμένη απ’τις γνησιώτερες νεοελληνικές πηγές, με όργανό της το εβδομαδιαίο φύλλο «Κοινότης», πέφτει στον, αναταραγμένον απ’την αγωνία, ελληνικό χώρο και απαιτεί, με σοφά μελετημένα και αδρά επιχειρήματα, την αντικατάσταση του Κοινοβουλευτισμού με την Κοινοτική Πολιτεία. Η καινούρια αυτή διαφωτιστική εξόρμηση, στον εκτεταμένο εθνικό τομέα της διακυβέρνησης του τόπου, έρχεται σαν είδος συνέχειας του «Δελτίου» (περιοδικό) και ολοκλήρωσης των γενικών απόψεων που διακήρυξε λίγα χρόνια πρίν. Στην ομάδα μετέχει μ’ ενθουσιασμό κι ο εκδότης του «Δελτίου».

 Η Κοινοτική ομάδα υποστήριξε: Για να μπορέσει ο έλληνας να ξαναβρεί τον εαυτό του και να αντιδράσει καρποφόρα στη Δυτική πνευματική βία, που εξουθενώνει τα ζώπυρά του, πρέπει να κερδίσει τη δυνατότητα να ξαναπάρει υπεύθυνα στα χέρια του τη διακυβέρνηση του εαυτού του μέσα στη μικρή ομάδα κατοίκων ενός χωριού ή τη μεγάλη μιας πόλης. Το όργανο που θα του δώσει αυτή την ευχέρεια είναι η Κοινότητά του. Η δίχως καμία Κρατική επέμβαση αυτοδιοικούμενη Κοινότητα, που οι άρχοντες της θα εκλέγονται απ’τη Γενική Συνέλευση των κατοίκων, όπως γίνονταν απ’τον καιρό της εκκλησίας του Δήμου, χιλιόχρονα πριν, και κάτω απ’την οθωμανική Δεσποτεία και όπως γίνεται ακόμη στην Ελληνισμό του εξωτερικού. 

Ο Έλληνας δεν μπορεί και δεν πρέπει ν’ απογυμνώνεται απ’ την ευθύνη της διακυβέρνησης του τόπου του. Είχε συνηθίσει, απ’τα πανάρχαια χρόνια, να βουλεύεται και ν’ αποφασίζει με την ελεύτερη κρίση του, αποτέλεσμα, της απρόσκοπτης λειτουργίας των ζωπύρων του, για τον εαυτό του και για την ομάδα μέσα στην οποία ζεί σαν αξιοσέβαστο και υπολογιζόμενο άτομο. Μέσα στην στοιχειώδη, ντόπια πολιτειακή αυτή οργάνωση, που είναι η Κοινότητα, βρίσκει τη δυνατότητα εξάνθισης των ζωπύρων του και συνειδητοποίησης τους. Εκεί καθένας θα μετρήσει τον ατομισμό του, καθώς θα βρεθεί κατέναντι των άλλων ατομικοτήτων, σε διαρκή προσπάθεια υποστήριξης των δικών του και των ομαδικών συμφερόντων. Στο μικρό αυτό στίβο της ομαδικής συμβίωσης ατομικοτήτων, πολιτειακό πρωτοκυτταρο της γνήσιας Ελληνικής Κρατικής Οργάνωσης, το άτομο κατέχει τη θέση που του αρμόζει. 

Μόνον εκεί είναι δυνατή η σφυρηλάτηση του εαυτού του και η σύνθεσή του κατό τον πλέον αυθόρμητο, και γι’αυτό γνήσιο, τρόπο. Η χώρα μας, μικρή σε έκταση, με λίγη και πετρωδιακή γη, σαν κυριώτερη πρώτη ύλη είχε και έχει την επεξεργασία του ανθρώπου. Είναι χαλκείο ανθρώπων, όπως θα επιμείνει να τ’αποδείξει αργότερα, μέσα σ’ολόκληρη την τριακονταετία που πέρασε, με τα θεωρητικά, πάνω στον Κοινοτισμό και τις θαυμάσιες δυνατότητες τους για την ανασύνθεση των ζωπύρων μας, έργα του, τη «Μακεδονοσλαβική Κοινότητα» τα «Αγροτικά» την «Κοινοτική Πολιτεία» και άλλα, ο εξαίρετος αποκαλυπτής του θαμμένου κάτω απ’τη Δυτική σκουριά Κοινοτισμού, και γι’αυτό γνήσιως Φωτιστής, Κώστας Καραβίδας.


Μόλις είχε τελειώσει ο Μεγάλος Σηκωμός, μ’έπαθλο για τη νίκη τη λευτεριά μικρού κομματιού της Ελλάδας και η επιδρομή των Φραγκομαθημένων επιβάλλει το Κοινοβουλευτικό ξενικό σύστημα με τον συγκεντρωτισμό του. Κόβει με μιας απ’τη ρίζα του το Κοινοτικό μας σύστημα και από άτομα μεταβάλει τους έλληνες σε μάζα, ανίκανη να βουλεύεται, με συνέπειες που θα γίνουν αργότερα οδυνηρά αισθητές και αιώνια καταισχύνη για να βαραίνει τους άθλιους αυτούς επιδρομείς. Κανένα ελαφρυντικό δεν έχουν να προτάξουν για υπεράσπισή τους. Ο Ι.Π. Κοκκώνης, στα 1828, δημοσιεύει στο Παρίσι, κοιτίδα των επιδρομέων, το «Περί Πολιτειών» σύγγραμμα του και σε εκτεταμένο παράρτημά του με τίτλο «Περί του οποίον είδος Πολιτεύματος αρμόζει εις την αναγεννώμενην Ελλάδα» βροντοκράζει ότι «είναι αναγκαιότατον να συνταχθώσιν εις όλους τους ελευθερωμένους τόπους τα ΚΟΙΝΑ» αποδείχνοντας την πρόταση του με σοφώτατη εμπειρία. 

Ποιός όμως από τους αφιονισμένους νεκροθάφτες της γης μας Δυτικότροπους θα πρόσεχε τα λεγόμενα του γνήσιου στην κρίση έλληνα Κοκκώνη; Αυτός και οι σύγχρονοί μας Κοινοτιστές έχουν πρόγονο τους τον Αθηναίο Σόλωνα, θεμελιωτή της πανάρχαιας Κοινοτικής παράδοσης, κάτι ανάξιο προσοχής για τους χαύνους συνονθυλευτές Συνταγμάτων που πίσω τους κρυμμένοι μπορούν να σπιθοβολάν την εθνοκτόνα κουτοπονηριά τους «επωφελώς». Η τελική φυσιογνωμία κάθε ανθρώπινης κοινωνικής σύνθεσης χρωστιέται πάντοτε στην αλληλοπροσαρμογή τριών στοιχείων, του φυλετικού, του πολιτιστικού και κυριώτατα του γεωοικονομικού, λέει ο Καραβίδας. Η πετυχημένη προσαρμογή τους στα τόσο ποικίλα και διαφορικώτατα τοπία των ελληνικών χωρών έφερε στη διαμόρφωση ειδικών, πανάρχαιων, στην Ελλάδα θεσμών, των «Κοινοτικών», που έχουν τον τύπο της αληθινά αξιολογικής (προσωπικής, ατομικής και όχι κληρονομικής) αριστοκρατικής Δημοκρατίας και που η άνθισή τους συνέπεσε με τις ισχυρότερες εκλάμψεις του πολιτισμού μας.

Μόνο λοιπόν μέσα στους κόλπους της ξαναναστημένης γνήσιας νεοελληνικής χωρικής ή αστικής Κοινότητας μπορεί ν’ανθίσουν ξανά και να συντεθούν στη ν έ α μ ο ρ φ ή τους τα ζώπυρά μας. Σ’αυτόν μόνο, τον ποικίλο και διαφορικώτατο, από τοπίο σε τοπίο, χώρο των κογχών μας μπορούν να χαλκευτούν τα νεοελληνικά πρότυπα ο λ ο κ λ η ρ ω μ έ ν ω ν ανθρώπων, στις αναρίθμητες ποικιλίες τους. Σ’αυτές τις κόγχες ο ανθρωποφάγος εγωισμός θα μεταβληθεί σε όρθιο, σεμνό και τίμιο ατομισμό: το νόημα της ελευθερίας από αναρχική εξαθλίωση που είναι σήμερα, κατά το υπόδειγμα της Δυτικής αντίληψης, πρόσφορη σε κάθε Δεσποτισμό, θα γίνει πειθαρχική ένταξη στους θεσμούς που επιβάλλει η θέληση της Κοινοτικής ομάδας, προσαρμοσμένους στις ανάγκες της συμβίωσης και της γεωοικονομικής επιταγής. Τέλος, σ’αυτές και μόνο τις κόγχες, με τους γηγενείς κοινοτικούς θεσμούς, είναι δυνατή η ά σ κ η σ η της μέγιστης αρετής του ανθρώπινου είδους: της ελεύθερης ισορροπίας των ζώπυρων του ανθρώπου, αρετής που τον ανεβάζει στο ψηλότερο σκαλί της εξέλιξης του είδους, αλλά και εύκολα μπορεί να τον ρίξει σ’απροσμέτρητη φαυλότητα, τόσο γνώριμή μας σήμερα.»

 Απόσπασμα από το βιβλίο του Λίνου Καρζή: “Εστίες Ελληνικού Ζωισμού”

Για τον Πόλεμο και τους Πολεμιστές.

Δε θέλουμε να μας λυπούνται οι χειρότεροι εχθροί μας, ούτε κι εκείνοι πού από καρδιάς αγαπούμε. Αφήσετέ με, λοιπόν, να σας πω την αλήθεια!
Αδελφοί μου εν πολέμω, σας αγαπώ από καρδιάς, είμαι και ήμουν όμοιός σας.
Και είμαι επίσης κι ο χειρότερος εχθρός σας. Αφήστε με, λοιπόν, να σας πω την αλήθεια!
Ξέρω το μίσος και τον φθόνο πού έχετε στην καρδιά σας. Δεν είσαστε αρκετά μεγάλοι, ώστε να μη γνωρίζεται το μίσος και τον φθόνο. Ας είστε, λοιπόν, αρκετά μεγάλοι, που να μη ντρέπεστε γι’ αυτό!
Κι αφού δεν μπορείτε να είστε άγιοι της γνώσης, γίνετε τουλάχιστον οι πολεμιστές της. Αυτοί είναι οι σύντροφοι κι οι πρόδρομοι τέτοιας αγιοσύνης.
Βλέπω πολλούς στρατιώτες: θέλω να δω πολλούς πολεμιστές! Ομοιόμορφη είναι η στολή που φοράνε: ας μην ήταν ομοιόμορφο ό,τι κρύβουν μ’ αυτήν!
Πρέπει να είστε σαν εκείνους που το μάτι τους γυρεύει αδιάκοπα έναν εχθρό, τον εχθρό σας. Και μερικοί από σας εμπνέουν το μίσος από την πρώτη ματιά.
Πρέπει να ζητάτε τον εχθρό σας, και πρέπει να αρχίσετε τον πόλεμό σας και τον πόλεμο για τις ιδέες σας! Κι αν νικηθεί η ιδέα σας, η τιμιότητά σας πρέπει να καλεί ακόμα το θρίαμβο!
Ν’ αγαπάτε την ειρήνη σα μέσον για καινούργιους πολέμους. Και τη σύντομη ειρήνη πιο πολύ από τη μακρόχρονη.
Δε σας συμβουλεύω να εργάζεστε, μα να πολεμάτε. Δε σας συμβουλεύω την ειρήνη, μα τη νίκη. Η δουλειά σας να ’ναι ένας αγώνας κ’ η ειρήνη σας να ’ναι μια νίκη!
Μπορεί κανείς να σωπαίνει και να ’ναι ήσυχος μόνο όταν έχει τόξο και σαΐτες: αλλιώς φλυαρεί και λογομαχεί. Η ειρήνη σας να ’ναι μια νίκη!
Λέτε πως ο καλός σκοπός αγιάζει και τον πόλεμο ακόμα; Εγώ σας λέω: Ο καλός πόλεμος είναι αυτό που αγιάζει κάθε σκοπό.
Ο πόλεμος και το θάρρος έχουν κατορθώσει πολύ μεγαλύτερα πράγματα παρ’ όσο η αγάπη προς τον πλησίον. Δεν είναι ο οίκτος σας, παρά η γενναιότητά σας που έσωσε ως τα τώρα τα θύματα.
«Τι' ναι καλό;» ρωτάτε. Το να ’ναι γενναίος κανείς, να τι είναι καλό. Αφήσετε τα κοριτσόπουλα να λένε: «Καλό είναι ό,τι είναι ωραίο και συγκινητικό μαζί.»
Σας λένε άκαρδους: μα η καρδιά σας είναι καθαρή και μ’ αρέσει η ντροπαλοσύνη της εγκαρδιότητάς σας. Ντρέπεστε για τη φουσκονεριά σας, κι άλλοι ντρέπονται για τη φυρονεριά τους.
Είστε άσκημοι; Πολύ καλά, αδερφοί μου! Τυλιχτείτε, τότε, τον υπέροχο μανδύα της ασχήμιας!
Κι όταν μεγαλώνει η ψυχή σας, τότε γίνεται υπερβολικά ζωηροί, και στο μεγαλείο σας υπάρχει κακία. Σας ξέρω.
Στην κακία συναντιούνται ο υπερβολικά ζωηρός με τον ασθενικό. Μα δεν καταλαβαίνουν ο ένας τον άλλον. Σας ξέρω.
Πρέπει να έχετε μόνο εχθρούς για να τους μισείτε, όχι όμως εχθρούς για να τους περιφρονείτε. Πρέπει να είστε περήφανοι για τους εχθρούς σας: τότε οι επιτυχίες του εχθρού σας θα είναι δικές σας επιτυχίες.
Επανάσταση - αυτή είναι η ευγένεια του σκλάβου. Ας είναι η ευγένειά σας η υποταγή! Ας είναι κι η ίδια η προσταγή σας μια υποταγή!
Στ’ αυτιά ενός πολεμιστή το «οφείλεις» αντηχεί πιο ευχάριστα από το «θέλω». Και κάθε τι που σας είναι αγαπητό πρέπει να κατορθώσετε να σας το προστάξουν.
Η αγάπη σας για τη ζωή ας είναι αγάπη για τη μεγαλύτερη ελπίδα σας, ας είναι η μεγαλύτερη σκέψη της ζωής!
Μα τη μεγαλύτερη σκέψη σας πρέπει να μ’ αφήσετε να σας την προστάξω - και είναι τούτη εδώ: ο άνθρωπος είναι κάτι που πρέπει να ξεπεραστεί.
Ζείτε, λοιπόν, τη ζωή της υποταγής και του πολέμου! Τι σημασία έχει η μακρά ζωή! Ποιος πολεμιστής θέλει να τον λυπηθούν!
Δε σας λυπούμαι, σας αγαπώ από καρδιάς, εν πολέμω αδερφοί μου!
Έτσι μίλησε ο Ζαρατούστρα.

 -Φ.Νίτσε-